- βρομώ
- (I)(-άω) (Μ βρομῶ, -έωΑ βρωμῶ (-έω)) [βρόμος (II), βρώμος (II)]μυρίζω άσχημα, αποπνέω δυσοσμίαμσν.- νεοελλ.1. γίνομαι αηδιαστικός2. προκαλώ αηδία σε κάποιον3. μεταδίδω δυσοσμία σε κάποιοννεοελλ.1. σαπίζω, αλλοιώνομαι2. φρ. α) «το ένα τού βρομάει, το άλλο τού μυρίζει» — για δύστροπους και ιδιότροπους ανθρώπους που τίποτε δεν τους ευχαριστείβ) «το ψάρι βρομάει από το κεφάλι» — η διαφθορά ξεκινάει από τους ανωτέρουςγ) «όποιος κάθεται βρομάει» — η οκνηρία έχει ολέθριες συνέπειεςδ) «η υπόθεση βρόμησε» — η διαιώνιση μιας κατάστασης από αδιαφορία ή οκνηρία συνεπάγεται την καταστροφήε) (για είδη) «βρομάνε στους δρόμους» — υπάρχουν σε μεγάλη αφθονία και πολύ χαμηλή τιμή.————————(II)βρομῶ (-έω) (Α) (για τον άνεμο, τα έντομα, τη φωτιά ή το νερό που βράζει) βομβώ, βουίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βρομώ (II) μπορεί να θεωρηθεί είτε θαμιστικό - επιτατικό του ρ. βρέμω* είτε παράγωγο του βρόμος (III) *].
Dictionary of Greek. 2013.